Η τουριστική δυναμική της χώρας μας συνήθως επιβεβαιώνεται από την συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση, που αγγίζει το 1/5. Ωστόσο, τα αριθμητικά μεγέθη δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια – συχνά μάλιστα παραπλανούν – την πραγματική αναπτυξιακή δυναμική ενός κλάδου, αλλά και τις διαφοροποιήσεις του ανά περιοχή.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η τουριστική δραστηριότητα παρουσιάζει πολύ μεγάλη χρονική συγκέντρωση, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και χωρική, στη νησιωτική Ελλάδα και στις περιοχές με θάλασσες και παραλίες. Το μοντέλο ήλιο-άμμος-θάλασσα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο, αλλά πλέον όλες οι ενδείξεις καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει περιθώριο καθυστέρησης στην αναθεώρηση του.

Μελετώντας τα τελευταία μεγέθη προ covid, για το 2019 (στοιχεία από ΤτΕ, ΙΝΣΕΤΕ), διαπιστώνουμε ότι στη Βόρεια Ελλάδα, η Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας είχε το μεγαλύτερο αριθμό αφίξεων (18,5% επί του συνόλου και δεύτερη μετά την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου), η Περ. Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 10,5%, ενώ η Περ. Δυτικής Μακεδονίας μόλις 0,8%.

 

Οι τρείς κύριες αγορές της ΠΚΜ, σε επίπεδο αφίξεων, ήταν η Βουλγαρία (1.331 χιλ. αφίξεις), η Βόρεια Μακεδονία (874 χιλ.) και η Σερβία (712 χιλ.). Ωστόσο, σε επίπεδο εσόδων η ΠΚΜ βρίσκεται στην τέταρτη θέση, με το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων να προέρχεται από τη Γερμανία και ακολουθούν οι εισπράξεις ταξιδιωτών από τη Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αντίστοιχα, η Π-ΑΜΘ υποδέχθηκε το 2019 3.833 χιλ. επισκέπτες, κυρίως από τη Βουλγαρία, την Τουρκία και τη Ρουμανία, με την ανάλογη συμβολή στις εισπράξεις. Η ΠΔΜ, η πιο υποβαθμισμένη τουριστικά, είχε κύρια αγορά προέλευσης ταξιδιωτών την Αλβανία και σημαντικά χαμηλότερα τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.

Γίνεται φανερό από την παραπάνω αποτύπωση των μεγεθών, ότι η Βόρεια Ελλάδα προσελκύει κυρίως τις τουριστικές αγορές της μέσω των χερσαίων (οδικών) μεταφορών, με μια μικρή διαφοροποίηση όσον αφορά την ΠΚΜ, που λόγω του διεθνούς αερολιμένα και την εγγύτητα του σε παραθεριστικά θέρετρα, προσελκύει σημαντικό αριθμό τουριστών και από άλλες αγορές.

Αξιοσημείωτο όμως είναι, ότι η δαπάνη ανά επίσκεψη στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας το 2019 ανήλθε στα 333 €, όταν ο μέσος όρος στη χώρα διαμορφώθηκε στα 482 €, ενώ η υψηλότερη δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου με 751 €.

Είναι φανερό επομένως, ότι ενώ η Β. Ελλάδα στο σύνολο της, παρουσιάζει μια αυξημένη τουριστική κινητικότητα, οι κύριες αγορές που την προσεγγίζουν μέσω των οδικών συνδέσεων, είναι οι χώρες της ευρύτερης βαλκανικής, διαμορφώνοντας μια αγορά χαμηλής αξίας και δαπάνης.

Υπό αυτά τα δεδομένα και μετά την περσινή καταστροφική χρονιά συνολικά για τον Ελληνικό τουρισμό, με τις αφίξεις να έχουν μειωθεί κατά 78,2% και τις εισπράξεις κατά 76,2% (ΤτΕ), αλλά και ιδιαίτερα για τη Βόρεια Ελλάδα για την οποία ήταν καθοριστικό το κλείσιμο των συνόρων με τα Βαλκάνια, η Β. Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής της για την τουριστική ανάπτυξη.

Προτού όμως μελετήσουμε και οριοθετήσουμε τους στόχους αυτούς, θα πρέπει να διασφαλίσουμε τις αγορές τις οποίες θεωρούσαμε ‘δεδομένες’, τις αγορές που αποτελούν τους βασικούς αιμοδότες.

Δυστυχώς όμως, η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Τουρισμού, δεν φαίνονται να έχουν αίσθηση της πραγματικότητας. Και αυτός είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, αν αναλογιστεί ότι η Κυβέρνηση δεν φρόντισε να προετοιμάσει έγκαιρα τους συνοριακούς σταθμούς για την ομαλή διέλευση των ταξιδιωτών.

Είναι εξοργιστικό να καταδικάζεται η Β. Ελλάδα, επειδή στα χερσαία σύνορα της χώρας δεν έγιναν οι κατάλληλες προετοιμασίες, ώστε να ανταποκριθούν οι υπηρεσίες της χώρας στις αυξημένες απαιτήσεις ελέγχων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ουρές χιλιομέτρων και πολύωρες καθυστερήσεις. Και να έρχονται σήμερα, ένα μήνα μετά το άνοιγμα του τουρισμού, να ‘συζητούν’ οι κυβερνητικοί παράγοντες για τη λήψη εκτάκτων μέτρων…

Η ανετοιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διασφαλίσει την ομαλή ροή των τουριστών από τα χερσαία σύνορα της χώρας, προκαλεί σοβαρό πλήγμα στον τουρισμό.

Και δεν είναι μόνο οι καθυστερήσεις και τα προβλήματα τη διευθέτηση του χρόνου των ταξιδιωτών. Το χειρότερο είναι η δυσφήμιση και το αρνητικό κλίμα που προκαλείται, δημιουργώντας ανησυχία για τη συνέχεια της πιο κρίσιμης τουριστικής περιόδου. Διότι, η πρώτη εμπειρία από το άνοιγμα του τουρισμού είναι πολύωρη ταλαιπωρία και εκνευρισμός στις πύλες εισόδου.

Για αυτό και ζητάμε επιτακτικά, έστω και την ύστατη στιγμή, να ανοίξουν άμεσα και για τους τουρίστες όλοι οι συνοριακοί σταθμοί, σε πλήρη λειτουργία και σε πλήρη υπηρεσιακή ετοιμότητα με την ανάλογη ενίσχυση σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή.

Η φετινή σεζόν είναι η πλέον κρίσιμη για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού τουρισμού. Η επόμενη ημέρα δεν θα είναι η ίδια για τον ελληνικό τουρισμό και για να παραμείνει βασικός μοχλός ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας, θα πρέπει να μετασχηματιστεί.

Να οδηγηθούμε σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, που να έχει ως στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς του ελληνικού τουριστικού κλάδου και της ικανότητάς του να αναπτύσσεται με βιώσιμο τρόπο, απαντώντας πειστικά στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, της νέας γενιάς ταξιδιωτών και του ψηφιακού μετασχηματισμού του κλάδου.

Και σε αυτό το επίπεδο είναι σημαντικό ο κάθε προορισμός να επαναδιατυπώσει τη στρατηγική του στόχευση και να αναθεωρήσει το σχεδιασμό του, ώστε αν μην μείνει ουραγός στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται.

Η Βόρεια Ελλάδα διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να συνθέσουν ένα ελκυστικό τουριστικό προϊόν και να την αναδείξουν σε κορυφαίο προορισμό διεθνούς εμβέλειας.

Και όχι μόνο για τις όμορφες παραλίες, που είναι και θα παραμείνουν σημαντικό στοιχείο της τουριστικής προσφοράς. Και τούτο διότι ταυτόχρονα συνυπάρχουν η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, τα εμβληματικά τοπόσημα, η αποτύπωση των ιστορικών περιόδων, οι πολιτιστικές διαδρομές, η γαστρονομία, η ύπαιθρος, τα φυσικά τοπία, η παράδοση και τόσα άλλα στοιχεία που παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Από την Χαλκιδική και τον Όλυμπο και την Κερκίνη, τη Σαμοθράκη, την Βεργίνα και το Άγιο Όρος, τα νησιά και τους ορεινούς προορισμούς, οι προορισμοί της Β. Ελλάδας δίνουν την δυνατότητα παροχής ολοκληρωμένων τουριστικών εμπειριών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Για αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να επενδύσουμε οργανωτικά στους προορισμούς, με τους οργανισμούς διαχείρισης και προώθησης προορισμών και τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φορέων τουρισμού της τοπικής ιδιωτικής οικονομίας.

Ο οδικός τουρισμός θα εξακολουθήσει να παραμένει σημαντικός. Αυτό όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί ένα άρτιο και σύγχρονο οδικό δίκτυο, με ιδιαίτερη μέριμνα στις πύλες εισόδου. Είναι η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει ο ταξιδιώτης και η εικόνα της εγκατάλειψης που συχνά αντικρύζει, δεν τιμά τη χώρα που τον φιλοξενεί.

Ωστόσο, οι προοπτικές αναβάθμισης του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης, δημιουργούν προϋποθέσεις για την αύξηση των εισροών και από άλλες αγορές, υψηλότερων μάλιστα οικονομικών δυνατοτήτων, που θα ανεβάσουν το μέσο όρο της τουριστικής δαπάνης, που παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτή είναι άλλη μια πρόκληση.

Το ζητούμενο όμως είναι η προσέγγιση των αγορών να μην γίνει με γνώμονα της εξυπηρέτηση μονοπωλιακών συμφερόντων, αλλά στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού σχεδίου, που θα φέρνει σε επαφή τους επισκέπτες με όλες τα σημεία ενδιαφέροντος, με όλους τους προορισμούς, με όλο το τουριστικό οικοσύστημα.

Αυτός είναι και ο ουσιαστικός αναπτυξιακός στόχος του σχεδίου μας για τον τουρισμό. Όχι απλώς να συμβάλει στο ΑΕΠ και την αύξηση της απασχόλησης, αλλά να προσελκύει τουρίστες όλο το χρόνο, να δημιουργεί αλληλεπιδράσεις με τους προορισμούς και να συντηρεί βιώσιμες επιχειρήσεις σε όλο το τουριστικό οικοσύστημα. Η Β. Ελλάδα διαθέτει όλους εκείνους τους πόρους και τις δυνατότητες να πρωταγωνιστήσει διευρύνοντας το φάσμα των προσφερόμενων τουριστικών προϊόντων και υπηρεσιών, διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο και διαφοροποιημένο brand name.

Άρθρο μου στην efsyn

https://www.efsyn.gr/node/299103