Η Εθνική Στρατηγική κατά της Βίας των Ανηλίκων: Μια χαμένη ευκαιρία;
Η πρόσφατη παρουσίαση, στις 5 Μαΐου 2025, στο Μέγαρο Μαξίμου, της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας και Παραβατικότητας των Ανηλίκων, έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση και με ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις. Σε μια κοινωνία που πληγώνεται καθημερινά από φαινόμενα βίας μεταξύ ανηλίκων, η ανάγκη για ένα συνεκτικό, προληπτικό και ολιστικό πλαίσιο παρέμβασης είναι επιτακτική. Δυστυχώς, η στρατηγική που παρουσιάστηκε όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την ανάγκη, αλλά κινδυνεύει να αποτελέσει ακόμη ένα κενό αφήγημα.
Το φαινόμενο της βίας μεταξύ ανηλίκων είναι πολυπαραγοντικό. Συνδέεται άρρηκτα με την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των παιδιών, το οικογενειακό τους περιβάλλον, τις συνθήκες διαβίωσης, το σχολικό πλαίσιο και το γενικότερο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Η φτωχοποίηση, η ανεργία, η ενδοοικογενειακή βία και η έλλειψη προοπτικής δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να εκδηλωθεί με βία στους πιο ευάλωτους: στα παιδιά.
Αντί, λοιπόν, η στρατηγική να κινηθεί σε ένα προνοιακό και ενδυναμωτικό μοντέλο, προκρίνει κατά κύριο λόγο μέτρα επιτήρησης και καταστολής, αναπαράγοντας τη λογική της «μηδενικής ανοχής» που, σε διεθνές επίπεδο, έχει αποδειχθεί ατελέσφορη όταν εφαρμόζεται μεμονωμένα και αποκομμένα από δομές κοινωνικής στήριξης.
Μια από τις σημαντικότερες αδυναμίες της στρατηγικής είναι η ανεπαρκής επένδυση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Η Ελλάδα διαθέτει μόλις έναν κοινωνικό λειτουργό ανά 40.000 πολίτες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, τη στιγμή που ο διεθνής δείκτης συνιστά τουλάχιστον έναν ανά 5.000. Οι δομές πρόληψης των δήμων υπολειτουργούν, οι ειδικοί ψυχικής υγείας στα σχολεία είναι ελάχιστοι και σχεδόν όλοι αναπληρωτές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα της υποστήριξης. Το αποτέλεσμα; Ένα αποδυναμωμένο πλέγμα πρώτης γραμμής, που αδυνατεί να προλάβει ή να στηρίξει έγκαιρα τις ανάγκες των παιδιών.
Παράλληλα, η στρατηγική αποτυγχάνει να εξειδικεύσει ουσιαστικές προληπτικές παρεμβάσεις. Η συμμετοχή των νέων σε δράσεις πολιτισμού, αθλητισμού και εθελοντισμού είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένες μέθοδοι για την οικοδόμηση θετικών κοινωνικών δεξιοτήτων. Εντούτοις, η στρατηγική περιορίζεται σε γενικόλογες αναφορές, χωρίς σαφή σχέδιο, χωρίς υπεύθυνους φορείς υλοποίησης, χωρίς δείκτες αξιολόγησης και —κυρίως— χωρίς χρηματοδότηση. Δεν υπάρχει καμία σύνδεση με ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το ΕΣΠΑ ή το Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ δεν αξιοποιείται η εμπειρία των δήμων ή των κοινωνικών οργανώσεων που δρουν ήδη στο πεδίο.
Αντίστοιχα, η στήριξη της οικογένειας και του σχολείου, δύο θεμελιώδεις πυλώνες για την κοινωνικοποίηση και την πρόληψη αποκλίνουσας συμπεριφοράς, απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Δεν προβλέπεται ίδρυση Κέντρων Οικογενειακής Υποστήριξης με κοινωνικούς λειτουργούς και συμβούλους γονέων. Δεν προτείνεται θεσμική συμμετοχή των γονέων στην πρόληψη, ούτε προγράμματα επιμόρφωσης για εκπαιδευτικούς σε θέματα διαχείρισης κρίσεων και ψυχικής υγείας.
Το σχολείο, αντί να ενισχυθεί ως χώρος συμπερίληψης, ενδυνάμωσης και πρόληψης, μένει χωρίς επαρκές προσωπικό και χωρίς θεσμοθετημένα προγράμματα Κοινωνικής και Συναισθηματικής Μάθησης, που έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά στη μείωση του σχολικού εκφοβισμού και στη βελτίωση του σχολικού κλίματος. Η έννοια της πολιτειότητας, της συμμετοχής και της διαβούλευσης απουσιάζει πλήρως από το όραμα της στρατηγικής, αφήνοντας τα παιδιά χωρίς χώρο να εκφραστούν, να ακουστούν, να συνδιαμορφώσουν το σχολικό τους περιβάλλον.
Συμπερασματικά, ενώ η Εθνική Στρατηγική θα μπορούσε να είναι ένα ισχυρό εργαλείο αλλαγής, καταλήγει να είναι αποσπασματική, ανεπαρκώς χρηματοδοτημένη και χωρίς θεσμικό βάθος. Απουσιάζει η θεσμική κατοχύρωση των απαραίτητων κοινωνικών δομών, απουσιάζουν οι φωνές των ειδικών και της εκπαιδευτικής κοινότητας, απουσιάζουν οι νέοι για τους οποίους υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε.
Αν πράγματι επιθυμούμε να ζούμε σε μια κοινωνία μηδενικής ανοχής στη βία, τότε πρέπει να στραφούμε σε πολιτικές μηδενικής ανοχής στην αδιαφορία, στη φτώχεια, στην εγκατάλειψη των παιδιών. Οφείλουμε να δούμε τους ανήλικους όχι ως απειλή, αλλά ως υποκείμενα δικαιωμάτων. Και να τους προσφέρουμε πρότυπα, δομές, κοινότητες, σχέσεις, στήριξη.
Χωρίς αυτά, κάθε στρατηγική θα παραμένει απλώς ένα κείμενο προθέσεων. Και τα παιδιά, απροστάτευτα.